Στανίσλαος

Στανίσλαος
Όνομα δύο Πολωνών βασιλιάδων. 1. Σ. ο A’ Λεντζίσκι (1677 - 1766). Ανέβηκε στο θρόνο, ύστερα από αξίωση του Κάρολου IB’ της Σουηδίας. Μετά την ήττα όμως του τελευταίου στην Πολτάβα εξαναγκάστηκε σε παραίτηση και κατάφυγε στη Σουηδία. Αργότερα, και με την υποστήριξη του γαμπρού του Λουδοβίκου IE’ της Γαλλίας, επανήλθε στο θρόνο του. Καθαιρέθηκε οριστικά με απαίτηση της Ρωσίας, μετά τη συνθήκη της Βιέννης (1738). Στα χρόνια που ακολούθησαν και ως το θάνατό του, εγκαταστάθηκε στη Νανσύ ως άρχοντας των δουκάτων της Λωραίνης και του Μπαρ. Προστάτευσε τις τέχνες και τις επιστήμες, που την εποχή του γνώρισαν μεγάλη ανάπτυξη. 2. Σ. ο B’ Πονιατόφσκι (1732 - 1798). Έγινε βασιλιάς της Πολωνίας με τη βοήθεια της ερωμένης του αυτοκράτειρας Αικατερίνης B’ της Ρωσίας. Επειδή το 1772 αποδέχτηκε τον πρώτο διαμελισμό της Πολωνίας, ξέσπασε στη χώρα εμφύλιος πόλεμος. Είκοσι χρόνια αργότερα, εναντιώθηκε στις αξιώσεις για ένα νέο διαμελισμό. Εξαναγκάστηκε όμως να υπογράψει τη συνθήκη διανομής της χώρας του και από το 1795, παραιτήθηκε από το θρόνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Λεστσίνσκι, Στανίσλαος — (Leszczynski). Βλ. λ. Στανίσλαος. Όνομα δύο Πολωνών βασιλιάδων …   Dictionary of Greek

  • Κανιτσάρο, Στανίσλαος — (Stanislas Cannizzaro, Παλέρμο 1826 – Ρώμη 1910). Ιταλός χημικός. Υπήρξε πρωτοπόρος στην ανάπτυξη της σύγχρονης ατομικής θεωρίας. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Παλέρμο και το 1845 γνώρισε στη Νάπολη τον Πίρια, ο οποίος τον προέτρεψε να αφοσιωθεί… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • Αβογκάντρο, Αμεντέο — (Amedeo Avogadro, conte di Quaregna e Ceretto, Τορίνο 1776 – 1856). Ιταλός επιστήμονας. Διετέλεσε καθηγητής των μαθηματικών και της φυσικής στο Βασιλικό Κολέγιο του Βερτσέλι· από το 1820 έως το 1822 είχε την έδρα της θεωρητικής φυσικής στο… …   Dictionary of Greek

  • Βέρντι, Τζουζέπε — (Giuseppe Verdi, Ρόνκολε, Πάρμα 1813 – Μιλάνο 1901). Ιταλός συνθέτης, από τους κορυφαίους της όπερας. Ακολουθώντας την κλίση του στη μουσική, άρχισε τις πρώτες του μουσικές σπουδές στα οκτώ του χρόνια με ένα παλιό πιάνο και κατόρθωσε, γύρω στα… …   Dictionary of Greek

  • Μαρτίνι, Τζιοβάνι Μπατίστα — (Giovanni Battista Martini, Μπολόνια 1706 – 1784). Ιταλός συνθέτης και θεωρητικός της μουσικής. Μπήκε στις τάξεις των φραγκισκανών μοναχών και χειροτονήθηκε ιερέας το 1722. Σχετίστηκε με τους πιο φημισμένους μουσικούς της εποχής του (Γκλουκ, Ραμό …   Dictionary of Greek

  • Πονιατόφσκι — Επώνυμο 2 επιφανών Πολωνών. 1. Ιωσήφ Αντώνιος (1763 – 1813). Στρατιωτικός. Υπηρέτησε στον αυστριακό στρατό ως υπασπιστής του Ιωσήφ B΄ και το 1789, με απόφαση της Δίαιτας ανακλήθηκε στη χώρα του και διορίστηκε αρχιστράτηγος του πολωνικού στρατού.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”